-
1 τριέτης
A of or for three years,τριέτεα χρόνον Hdt.1.199
;τ. φορά IG42(1).121.9
(Epid., iv B. C.);πλέον ἢ τ. ἐγένευ φίλος Theoc.29.17
, cf. BCH48.518 ([place name] Palestine);τ. προθεσμία Pl.Lg. 954d
(in 793d τρι' ἔτη is restored by Bekker): τρίετες as Adv., for three years, Od.2.106, 13.377.2 three years old, ;παιδίον Artem. 4.39
: τρίετες, τό, the age of three years, , cf. Arist.HA 545b3:—fem. [suff] τρῐετ-έτις, Supp.Epigr.6.125 ([place name] Cotiaeum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριέτης
-
2 τρίκουρος
τρί-κουρος· ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ[αθ]αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ[αθ]αρμένος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίκουρος
См. также в других словарях:
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… … Dictionary of Greek
τρίκουρος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπὶ τρία ἔτη κεκ(αθ)αρμένος κριός, ὁμοίως καὶ ὁ μὴ κεκ(αθ)αρμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κουρος (< κουρά «κούρεμα»), πρβλ. ἡμί κουρος] … Dictionary of Greek
τριετής — ές, ΝΑ, και τριετής, τρίετες, θηλ. και τριέτις Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τριών ετών 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ετών 3. αυτός που γίνεται κάθε τρίτο έτος νεοελλ. φρ. «τριετές σύστημα» (γεωπ.) η επανάληψη τής καλλιέργειας ενός φυτού κάθε… … Dictionary of Greek
τρισχιδής — ές, ΝΜΑ σχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρία νεοελλ. φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα» αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… … Dictionary of Greek